υποδιαιρεσις

υποδιαιρεσις
    ὑποδιαίρεσις
    ὑπο-διαίρεσις
    -εως ἥ подразделение Diog.L., Sext.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "υποδιαιρεσις" в других словарях:

  • ὑποδιαίρεσις — subdivision fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσει — ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/voc/acc dual (attic epic) ὑποδιαιρέσεϊ , ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat sg (epic) ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεις — ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/voc pl (attic epic) ὑποδιαίρεσις subdivision fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεσι — ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεσιν — ὑποδιαίρεσις subdivision fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαίρεσιν — ὑποδιαίρεσις subdivision fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υποδιαίρεση — η / ὑποδιαίρεσις, έσεως, ΝΜΑ [ὑποδιαιρῶ] η διαίρεση τμήματος ή τμημάτων σε μικρότερα μέρη νεοελλ. 1. η παραπέρα διαίρεση ενός μέλους μιας πρώτης διαίρεσης στα είδη του («τα θηλαστικά αποτελούν υποδιαίρεση τής ευρύτερης κατηγορίας τών… …   Dictionary of Greek

  • ὑποδιαιρέσεων — ὑποδιαιρέσεω̆ν , ὑποδιαίρεσις subdivision fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποδιαιρέσεως — ὑποδιαιρέσεω̆ς , ὑποδιαίρεσις subdivision fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»